- βουλευτικά
- βουλευτικόςofneut nom/voc/acc plβουλευτικά̱ , βουλευτικόςoffem nom/voc/acc dualβουλευτικά̱ , βουλευτικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουλευτικάς — βουλευτικά̱ς , βουλευτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek